- πελέκημα
- τό1) обтёсывание (дерева, камня и т. п.); рубка; 2) убийство; уничтожение;
§ θέλει πελέκημα — а) его надо обтесать, он неотёсанный человек; — б) его надо как следует избить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ θέλει πελέκημα — а) его надо обтесать, он неотёсанный человек; — б) его надо как следует избить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα … Dictionary of Greek
πελέκημα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πελεκώ. 2. το πελεκούδι. 3. μτφ., καταστροφή, φόνος, εξόντωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελεκημάτων — πελέκημα chips neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκήμασι — πελέκημα chips neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκήματα — πελέκημα chips neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκήματι — πελέκημα chips neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξεύω — (AM λαξεύω) [λαξόος] σκαλίζω λίθους ή ξύλα με πελέκημα νεοελλ. μτφ. κατασκευάζω ή επεξεργάζομαι κάτι με τέχνη («λαξευμένο ύφος») … Dictionary of Greek
ξεστουργία — ξεστουργία, ἡ (Α) η διαδικασία τής λείανσης, στίλβωση, πελέκημα («ξεστουργία λίθων», Διόδ. Σικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεστός + ουργία (< ουργός < ἔργον), πρβλ. καλαμ ουργία) … Dictionary of Greek
σκεπάρνι — το / σκεπάρνιον, ΝΜΑ, και σκεπάριον ΜΑ [σκέπαρνος] κοπτικό εργαλείο με πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά και στερεωμένη υπό μικρή γωνία στο άκρο στειλεού, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κτίστες και τους ξυλουργούς για… … Dictionary of Greek
σκεπάρνισμα — το, Ν [σκεπαρνίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπαρνίζω, η κατεργασία, το πελέκημα τού ξύλου με σκεπάρνι 2. στον πληθ. τα σκεπαρνίσματα τα κομμάτια ξύλου που αποσπώνται κατά την κατεργασία με το σκεπάρνι … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek